- αδυσώπητος
- -η, -οεπίρρ. -α ανεξιλέωτος, ασυγκίνητος, σκληρός: Μια αδυσώπητη μοίρα τον κατάτρεχε σ' όλη του τη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδυσώπητος — not to be put out of countenance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυσώπητος — η, ο (Α ἀδυσώπητος, ον) [δυσωπῶ] νεοελλ. ασυγκίνητος, ανελέητος, αμείλικτος, σκληρός αρχ. 1. που δεν μπόρεσε κανείς να μεταβάλει την έκφραση τού προσώπου του, δηλ. ο ατάραχος, ο απαθής, ο άκαμπτος 2. αυτός που δεν μπόρεσε κανείς να τόν κάνει να… … Dictionary of Greek
ἀδυσωπήτως — ἀδυσώπητος not to be put out of countenance adverbial ἀδυσώπητος not to be put out of countenance masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυσώπητον — ἀδυσώπητος not to be put out of countenance masc/fem acc sg ἀδυσώπητος not to be put out of countenance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυσωπήτου — ἀδυσώπητος not to be put out of countenance masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυσωπήτων — ἀδυσώπητος not to be put out of countenance masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυσωπήτῳ — ἀδυσώπητος not to be put out of countenance masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
αγαρηνός — ή, ό (Μ ἀγαρηνός, ή, όν) προσωνυμία τών μωαμεθανών·|| νεοελλ. μτφ. 1. κακούργος, αδυσώπητος, αλλόθρησκος 2. (το ουδ. ως επίθ.) μουσουλμανικός, τουρκικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. Ἄγαρ, η παλλακίδα τού Αβραάμ, τής οποίας ο γιος Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης … Dictionary of Greek